- ερευθήεις
- ἐρευθήεις, -εσσα, -εν (Α) [έρευθος]ερυθρός («μέση μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)·
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρευθήεις — red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεντι — ἐρευθήεις red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεσσα — ἐρευθήεις red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευθής — ἐρευθής, ές και ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός, κόκκινος … Dictionary of Greek